υπηνέμως

υπηνέμως
Ν
επίρρ. βλ. υπήνεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”